- νυχτώνει
- νυχτώνει, νύχτωσε (ως απρόσ.)——————Σημειώσεις:νυχτώνει : σπάνια απαντάται και ως προσωπικό (νυχτώνω) με την έννοια του νυχτώνομαι (→ με βρίσκει η νύχτα).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νυχτώνει — απρόσ., έρχεται η νύχτα: Ταίρι ταίρι τα πουλιά, στη βοσκή πηγαίνουν, ταίρι ταίρι στη φωλιά, σαν νυχτώσει μπαίνουν (Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… … Dictionary of Greek
καλονυχτώνω — απρόσ. καλονυχτώνει νυχτώνει καλά, επέρχεται τέλεια νύχτα, γίνεται εντελώς σκοτάδι … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
μουχρώνω — 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνει αρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα») 2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένος σκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος… … Dictionary of Greek
νυχτιάζω — και νυκτιάζω (Μ νυχτιάζω και νυκτιάζω) [νύχτα] 1. (ως τριτοπρόσ.) νυχτιάζει πέφτει η νύχτα, νυχτώνει 2. (το μέσ.) νυχτιάζομαι μέ βρίσκει η νύχτα … Dictionary of Greek
νυχτώνω — και νυκτώνω (Μ νυκτώνω) [νύχτα] 1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνω κάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι) 2. (ως απρόσ.) νυχτώνει επέρχεται η νύχτα νεοελλ. φρ. «μακριά είσαι… … Dictionary of Greek
ολοβραδιάζει — 1. (για την ημέρα) όλο και βραδιάζει, βραδιάζει συνεχώς, παίρνει και νυχτώνει 2. (ως απρόσ.) ολοβράδιασε νύχτωσε εντελώς … Dictionary of Greek